устилать
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Russian > Greek
στορέννυμι ;; στόρνυμι ;; στρώννυμι ;; στρωννύω ;; καταστορέννυμι ;; καταστόρνυμι ;; καταστρώννυμι ;; ὑποστρώννυμι