στρωννύω
English (LSJ)
v. στόρνυμι.
English (Thayer)
or στρώννυμι: imperfect 3rd person plural ἐστρώννυον (cf. Buttmann, 45 (39)); 1st aorist ἐστρωσα; perfect passive participle ἐστρωμενος; (by metathesis from στόρνυμι, στορέννυμι, and this from ΣΤΟΡΑΩ; (cf. Latin sterno, struo, etc.; English strew, straw, etc.); see Curtius, § 227); to spread: ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ, εἰς τόν ὁδόν, πέδον πεδασμασι, Aeschylus Ag. 909; ἑιμασι πορον, ibid. 921). namely, τήν κλίνην (which Greek writers from Homer down often add, and also λέχος, λέκτρον, etc. (cf. Winer's Grammar, 594 (552); Buttmann, § 130,53)) τίνι, A. V. make thy bed); to spread with couches or divans τό ἀνάγαιον, passive (A. V. furnished), καταστρώννυμι, ὑποστρώννυμι.)
Chinese
原文音譯:strènnumi 士特朗匿米
詞類次數:動詞(7)
原文字根:撒佈 相當於: (יָצוּעַ / יָצִיעַ) (רָבַד)
字義溯源:散佈*,鋪,散播,擺設,擺設整齊,收拾,收拾褥子;或源自(στερεός)=堅硬的)
同源字:1) (καταστρώννυμι)覆沒 2) (λιθόστρωτος)鋪設石頭 3) (στρώννυμι / στρωννύω)散佈 4) (ὑποστρωννύω)鋪設於下面
出現次數:總共(7);太(2);可(3);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 鋪(3) 太21:8; 可11:8; 可11:8;
2) 把⋯鋪(1) 太21:8;
3) 收拾褥子罷(1) 徒9:34;
4) 擺設整齊的(1) 路22:12;
5) 擺設(1) 可14:15
Mantoulidis Etymological
(=στρώνω τό κρεββάτι, ξαπλώνω, καταβάλλω). Ἀπό ἀρχική ρίζα στρακαί μέ μετάθεση σταρ-. Θέματα: α) στορ + πρόσφυμα νυ + μι → στόρνυμι. β) στορ + πρόσφ. ε + σ + νυ +μι → στορέσνυμι → στορέννυμι. γ) στρω + σ + νυ + μι → στρώσνυμι → στρώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στρατός, στρατεύω, στρατιά, στρατιώτης, στρατιωτικός, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατόπεδον, στρῶμα, στρωματεύς, στρωματόδεσμον (=δερμάτινος σάκος ὅπου οἱ δοῦλοι τύλιγαν τά στρώματα), κατάστρωμα, στρωματεῖς (=ἔργο συναρμολογημένο ἀπό πολλούς), στρῶσις, στρωτήρ, στρώτης, κατάστρωσις, στρωτός, ἄστρωτος, λιθόστρωτος, στρωμνή.
French (New Testament)
c. στρώννυμι
German (Pape)
= στρώννυμι.
Translations
Azerbaijani: yaymaq; Bulgarian: простирам се; Catalan: estendre; Chechen: даржа; Danish: fordele; Dutch: verspreiden, spreiden, uitbreiden, verbreiden, uitstrekken; Finnish: levittää, tasoittaa; French: étaler; Friulian: stierni; Galician: estender; Georgian: ავრცელებს; German: verteilen; Ancient Greek: στρώννυμι; Hebrew: פָּרַשׂ; Ingush: даржа; Irish: scaoil; Italian: spartire; Japanese: 開く, 裂く; Latin: sterno, pando; Macedonian: поделува; Malay: hampar; Maori: tahora, māroha, māroharoha; Middle English: spreden, breden; Polish: podzielić; Portuguese: estender; Romanian: așterne, întinde; Russian: распространять, распространить; Sanskrit: तनोति; Spanish: extender; Swahili: enea; Swedish: sprida, vidga; Tagalog: kumalat; Turkish: yaymak; Ukrainian: розповсюджувати, поширювати