bewitching
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Soothing: V. θελκτήριος, κηλητήριος.
Charming, delightful: Ar. and P. χαρίεις, P. εὔχαρις, ἐπίχαρις, ἐπαφρόδιτος, P. and V. τερπνός, ἡδύς, V. ἐφίμερος.