ὁδοιδοκέω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A waylay, D.S.34/5.2.43.
German (Pape)
[Seite 293] an den Wegen auflauern, ein Räuber sein, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιδοκέω: παραμονεύω ἐν ταῖς ὁδοῖς, Διοδ. Ἐκλογ. 601. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁδοιδοκεῖ· ὁδοσκοπεῖ», κατὰ δὲ Σουΐδ. «ὁδοιδοκῶ, τὰς ὁδοὺς ἐπιτηρῶ».
Russian (Dvoretsky)
ὁδοιδοκέω: заниматься грабежом на дорогах, разбойничать на большой дороге Diod.