διήθημα

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διήθημα Medium diacritics: διήθημα Low diacritics: διήθημα Capitals: ΔΙΗΘΗΜΑ
Transliteration A: diḗthēma Transliteration B: diēthēma Transliteration C: diithima Beta Code: dih/qhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A product of sifting: δ. γῆς riddled earth, Sor.2.88; δ. αἵματος, of urine, Steph.Urin. 1.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo que resulta de filtrar, filtrado, decantación τὸ δ. τῆς εἰρημένης γῆς Sor. en Aët.16.71, δ. αἵματος dicho de la orina, Steph.Ur.1.

Greek Monolingual

το (Α διήθημα) διηθώ
το προϊόν της διήθησης
νεοελλ.
χημ. το καθαρό υγρό που λαμβάνεται μετά τη διήθηση.