δρησμοσύνη

From LSJ
Revision as of 21:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρησμοσύνη Medium diacritics: δρησμοσύνη Low diacritics: δρησμοσύνη Capitals: ΔΡΗΣΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: drēsmosýnē Transliteration B: drēsmosynē Transliteration C: drismosyni Beta Code: drhsmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = δρηστοσύνη, δ. ἱερῶν care of the holy rites, h.Cer. 476.    II = δρασμός, Max.351.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ (δράω), der heilige Opferdienst, ἱερῶν H. h. Cer. 476. – Bei Sp. = δρησμός.

Greek (Liddell-Scott)

δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, δρ. ἱερῶν, φροντίς, ἐπιμέλεια ἱερῶν τελετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 476. ΙΙ. δρασμός, Μάξιμ. π. καταρχ. 351.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ huida Max.351, cf. δρασμός.
-ης, ἡ
celebración, cumplimiento ἱερῶν h.Cer.476, expl. como θεραπεία, ὑπηρεσία Hsch., EM 287.1G.

Greek Monolingual

δρησμοσύνη, η (Α)
1. η δρηστοσύνη
2. η δραπέτευση.

Greek Monotonic

δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

δρησμοσύνη: (ῠ) ἡ HH = *δραστοσύνη.

Middle Liddell

δρησμοσύνη, ἡ, n = δρηστοσύνη
Lat. cultus, Hhymn.