θυηπολικός

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠηπολικός Medium diacritics: θυηπολικός Low diacritics: θυηπολικός Capitals: ΘΥΗΠΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: thyēpolikós Transliteration B: thyēpolikos Transliteration C: thyipolikos Beta Code: quhpoliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sacrificial, πῦρ, μέρος, Iamb.Myst.5.11,18; θεσμός Zos.4.59.

German (Pape)

[Seite 1222] die Opfer betreffend, Sp.

Greek Monolingual

θυηπολικός, -ή, -όν (Α) θυηπόλος
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη θυσία.