κνιπότης

From LSJ
Revision as of 10:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑπότης Medium diacritics: κνιπότης Low diacritics: κνιπότης Capitals: ΚΝΙΠΟΤΗΣ
Transliteration A: knipótēs Transliteration B: knipotēs Transliteration C: knipotis Beta Code: knipo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A irritation of the eyes, Hp.Loc.Hom.13; expld.as = ξηροφθαλμία, Erot.

German (Pape)

[Seite 1461] ητος, ἡ, Knickerei (?). – Bei Hippocr. u. Galen. eine Entzündung der Augen, wobei diese klein u. trüb erscheinen.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑπότης: ἡ, φλόγωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. 413. 29, πρβλ. Ἐρωτιαν. 212.

Greek Monolingual

κνιπότης, -ητος, ή (Α)
η φλόγωση τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. του κνιψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνίψ)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνιπότης -ητος, ἡ [κνίψ] irritatie (van de ogen).