κοπτός

From LSJ
Revision as of 14:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπτός Medium diacritics: κοπτός Low diacritics: κοπτός Capitals: ΚΟΠΤΟΣ
Transliteration A: koptós Transliteration B: koptos Transliteration C: koptos Beta Code: kopto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A chopped small or pounded, ἰσχάς Cratin.371; τυρός Antiph.133.8.    II κοπτὴ σησαμίς, a cake of pounded sesame, Artem.1.72 codd.; κοπτή alone in this sense, Sopat.17, AP12.212 (Strat.), POxy.113.31 (ii A. D.), Alex.Trall.1.15.    2 κοπτή, ἡ, lozenge, pastille, Dsc.2.103, Archig. ap. Orib.8.46.8.

Greek (Liddell-Scott)

κοπτός: -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. κόπτω Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ σησαμίς, πλακοῦς ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) φάρμακον κοπανισμένον, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
meurtri.
Étymologie: κόπτω.

Greek Monolingual

κοπτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κοφτός.

Greek Monotonic

κοπτός: -ή, -όν, κομμένος σε μικρά κομμάτια, τεμαχισμένος· κοπτή, , πλακούντας από κοπανισμένο σουσάμι, σε Ανθ.

Middle Liddell

κοπτός, ή, όν
chopped small: κοπτή, ἡ, a cake of pounded sesame, Anth.