κοιλιόδεσμος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιόδεσμος Medium diacritics: κοιλιόδεσμος Low diacritics: κοιλιόδεσμος Capitals: ΚΟΙΛΙΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: koiliódesmos Transliteration B: koiliodesmos Transliteration C: koiliodesmos Beta Code: koilio/desmos

English (LSJ)

ὁ,

   A bellyband, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, Bauchbinde, -gurt.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῆς κοιλίας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α κοιλιόδεσμος)
ζώνη της κοιλιάς, ζωστήρας για περίσφιγξη ή συγκράτηση της κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δεσμός (πρβλ. καρπό-δεσμος, κεφαλό-δεσμος)].