λοιπάς

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιπάς Medium diacritics: λοιπάς Low diacritics: λοιπάς Capitals: ΛΟΙΠΑΣ
Transliteration A: loipás Transliteration B: loipas Transliteration C: loipas Beta Code: loipa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A remainder, PTeb.112.50 (ii B. C., λοπ- Pap.), PAmh.2.152.3 (v/vi A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

λοιπάς: -άδος, ἡ, τὸ ὑπόλοιπον, καθυστέρημα, ἔλλειμμα ὀφειλῆς, Λατ. reliqua, Ἐκκλ. Βυζ.

Greek Monolingual

λοιπάς, -άδος, ἡ (ΑM)
έλλειμμα οφειλής μετά την πληρωμή του μεγαλύτερου ποσού, υπόλοιπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιπός.
ΠΑΡ. αρχ. λοιπάδιος
αρχ.-μσν.
λοιπαδάριον, λοιπάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λοιπογραφώ. (Β' συνθετικό) αρχ. υπολοιπάς].