γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Full diacritics: μελίκηρος | Medium diacritics: μελίκηρος | Low diacritics: μελίκηρος | Capitals: ΜΕΛΙΚΗΡΟΣ |
Transliteration A: melíkēros | Transliteration B: melikēros | Transliteration C: melikiros | Beta Code: meli/khros |
ὁ,
A beeswax, PMed.Lond.155 ii 1,15.
μελίκηρος, ὁ (Α)
το κερί τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κηρός (πρβλ. πισσό-κηρος)].