μελίκηρος

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίκηρος Medium diacritics: μελίκηρος Low diacritics: μελίκηρος Capitals: ΜΕΛΙΚΗΡΟΣ
Transliteration A: melíkēros Transliteration B: melikēros Transliteration C: melikiros Beta Code: meli/khros

English (LSJ)

ὁ, beeswax, PMed.Lond.155 ii 1,15.

Greek Monolingual

μελίκηρος, ὁ (Α)
το κερί τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κηρός (πρβλ. πισσόκηρος)].