μόροττον
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
τό,
A basket made of bark, used in festivals of Demeter, Hsch.
German (Pape)
[Seite 208] τό, nach Hesych. πλέγμα ἐκ φλοιοῦ, im Dienste der Ceres gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
μόροττον: τό, «ἐκ φλοιοῦ πλέγμα τι, ᾦ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῖς Δημητρίοις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μόροττον, τὸ (Α)
κατά τον Ησύχ.) «ἐκ φλοιοῡ πλέγμά τι, ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῑς Δημητρίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: ἐκ φλοιοῦ πλέγμα τι ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῖς Δημητρίοις H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: See Nilsson, Griechische Feste 323 n. 3. Fur. 341 connects Calabr. marrotta. A Pre-Greek word is probable (Chantraine).