ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
Full diacritics: νίτρασμα | Medium diacritics: νίτρασμα | Low diacritics: νίτρασμα | Capitals: ΝΙΤΡΑΣΜΑ |
Transliteration A: nítrasma | Transliteration B: nitrasma | Transliteration C: nitrasma | Beta Code: ni/trasma |
ατος, τό,
A soap, Sor.1.82.
νίτρασμα, τὸ (Α)
μίγμα με βάση το νίτρο το οποίο χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό, όπως το σαπούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο νιτράζω (< νίτρον)].