πλοκίζομαι
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
Pass.,
A have one's hair braided, γυνὴ ἀφελὲς πεπλοκισμένη Hp.Ep.15; κόμην ἀφελῶς πεπλ. Aristaenet.1.19:—Act., plait is prob. in PMag.Par.1.1336.
Greek (Liddell-Scott)
πλοκίζομαι: Παθ., (πλόκος) πλέκω τὴν κόμην μου, σχηματίζω αὐτὴν εἰς πλοκάμους, γυνὴ ἀφελὲς πεπλοκισμένη Ἱππ. 1277. 49· κόμην ἀφελῶς πεπλ. Ἀρισταίν. 1. 19.