σκόλυθρον
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
τό,
A stool, cj. for κόλυθρον in Telecl.3:—Dim. σκολύθριον, τό, Pl.Euthd.278b, Poll.3.90, 10.48.
Greek (Liddell-Scott)
σκόλυθρον: τό, κάθισμα χαμηλόν, ἑδώλιον, «σκαμνί», Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 5· - ὑποκορ. σκολύθριον, τό, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278Β, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 90, Ι΄, 48, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
χαμηλό κάθισμα, σκαμνί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκόλυ-θρον (βλ. και λ. κόλυθρον) με επίθημα -θρον (πρβλ. μέλα-θρον) ανάγεται πιθ. στο θ. σκολυ- του σκολύπτω].