σκυτεία

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτεία Medium diacritics: σκυτεία Low diacritics: σκυτεία Capitals: ΣΚΥΤΕΙΑ
Transliteration A: skyteía Transliteration B: skyteia Transliteration C: skyteia Beta Code: skutei/a

English (LSJ)

Ion. σκῡτ-είη, ἡ,

   A shoemaking, Hp.Art.53 (σκυτίης cod. B), Poll.7.80; also σ. τέχνη Man.4.321.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτεία: ἡ, ὑποδηματοποιία, Ἱππ. 820D (κοινῶς: σκυτίης), Πολυδ. Ζ΄, 80· ὡσαύτως, σκ. τέχνη, Μανέθων 4. 321.

Greek Monolingual

και σκυτείη, ἡ, Α σκυτεύω
η τέχνη της επεξεργασίας του δέρματος για την κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιίασκυτεία τέχνη», Μαν.).