συνδιαπλάσσω

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαπλάσσω Medium diacritics: συνδιαπλάσσω Low diacritics: συνδιαπλάσσω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: syndiaplássō Transliteration B: syndiaplassō Transliteration C: syndiaplasso Beta Code: sundiapla/ssw

English (LSJ)

   A set a fracture, Pall. in Hp.Fract.12.278C.

Greek Monolingual

Μ
ανατάσσω σπασμένο οστό ώστε να επέλθει συγκόλληση με το πέρασμα του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπλάσσω «αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο»].

Greek Monolingual

Μ
ανατάσσω σπασμένο οστό ώστε να επέλθει συγκόλληση με το πέρασμα του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπλάσσω «αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο»].