συνδιαπλάσσω
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
A set a fracture, Pall. in Hp.Fract.12.278C.
Greek Monolingual
Μ
ανατάσσω σπασμένο οστό ώστε να επέλθει συγκόλληση με το πέρασμα του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπλάσσω «αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο»].
Greek Monolingual
Μ
ανατάσσω σπασμένο οστό ώστε να επέλθει συγκόλληση με το πέρασμα του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπλάσσω «αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο»].