σχοινότονος

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινότονος Medium diacritics: σχοινότονος Low diacritics: σχοινότονος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: schoinótonos Transliteration B: schoinotonos Transliteration C: schoinotonos Beta Code: sxoino/tonos

English (LSJ)

ον,

   A stretched with rushes or cords, δίφρος Hp.Steril.230.

German (Pape)

[Seite 1057] mit Binsen, Stricken bespannt, δίφρος, mit Binsen überflochtener Stuhl, κλίνη, ein Gurtenbett, dessen Boden mit Stricken bespannt ist, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινότονος: -ον, πεπλεγμένος διὰ τεταμένων σχοίνων ἢ σχοινίων, σχοινόπλεκτος, δίφρος Ἱππ. 682. 26.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από τεντωμένα σχοινιάσχοινότονος δίφρος», Ιποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -τόνος (< τόνος (< τείνω), πρβλ. ἱστό-τονος].