τιτώ
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A = ἡμέρα, day, Call.Fr.206, Lyc.941.
German (Pape)
[Seite 1121] οῦς, ἡ, poet. = ἡμέρα, der Tag, Callim. fr. 206 u. Lycophr. 541, wo Tzetz. zu vergl., von Titan abgeleitet.
Greek (Liddell-Scott)
τῑτώ: -οῦς, ἡ, = ἡμέρα, Καλλ. Ἀποσπ. 206· οὔπω τὸ τιτοῦς λαμπρὸν αὐγάζον φάος Λυκόφρ. 941.
Greek Monolingual
-οῡς, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το θ. τιτ- του Τιτᾶνες και έχει σχηματιστεί με επίθημα -ώ (πρβλ. Λεχ-ώ)].
Frisk Etymology German
τιτώ: {titṓ}
See also: s. Τιτᾶνες.
Page 2,906