φιλόδοτος
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
ον,
A bounteous, Dain Inscr. du Louvre 53 (near Smyrna, φιδολοτος lapis).
Greek Monolingual
-ον, Α
γενναιόδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δοτός (< δίδωμι), πρβλ. ἀξιό-δοτος].