φλεγματοειδής
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ές, (
A φλέγμα 11.1) pituitous, Hp.Mul.1.30.
German (Pape)
[Seite 1291] ές, 1) entzündet, entzündend, aufschwellend, blähend, auch nährend, von Speisen, Hippocr. – 2) schleimig, voll Schleim, od. Schleim erzeugend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμᾰτοειδής: -ές, (φλέγμα ΙΙ. 1) φλεγματώδης, Ἱππ. ἐν σελ. 602. 3.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
φλεγματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, -ατός + -ειδής].