αὐτοφόνος

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοφόνος Medium diacritics: αὐτοφόνος Low diacritics: αυτοφόνος Capitals: ΑΥΤΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: autophónos Transliteration B: autophonos Transliteration C: aftofonos Beta Code: au)tofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A murdering one's kin, αὐτοφόνα κακά A.Th.850 (lyr.), Ag.1091 (lyr.); παλάμη AP7.149 (Leont.). Adv. -νως A.Supp.65 (lyr.).    2 suicidal, Opp.C.2.480.    3 slaying with one's own hand, ib.4.290.

German (Pape)

[Seite 404] eigenhändig, sich selbst mordend, Aesch. Spt. 832 Ag. 1062; ebenso adv. αὐτοφόνως, Suppl. 63; αὐτοφόνος τύμβος Antiphil. 22 (IX, 68).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοφόνος: -ον, ὁ ἑαυτὸν φονεύων, ὁ φονεύων τοὺς ἐκ τῆς ἑαυτοῦ οἰκογενείας, αὐτοφόνα κακὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 850, Ἀγ. 1091· παλάμη Ἀνθ. Π. 7. 149· πρβλ. αὐθέντης. ― Ἐπίρρ. -νως Αἰσχύλ. Ἱκ. 65· ― παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, υἰός τ’ Αὐτοφόνοιο, μενεπτόλεμος Πολυφόντης Ἰλ. Δ. 395.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tue ou tue les siens de sa main.
Étymologie: αὐτός, πεφνεῖν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1del crimen cometido contra la familia αὐτοφόνα ... πάθη A.Th.850, αὐτοφόνα κακά A.A.1091
que mata a la propia familia de Penteo καὶ θεὸν αὐτοφόνοισιν ἀπείλεε χερσὶ δαΐξαι Opp.C.4.290, σίδηρος Nonn.D.17.288, cf. SEG 9.72.132 (Cirene IV a.C.).
2 suicida de Áyax παλάμῃ ... ὑπ' αὐτοφόνῳ AP 7.149.4 (Leont.), ἑὸν δ' ἀπὸ φέγγος ἄμερσαν αὐτοφόνοι Opp.C.1.269, αὐτοφόνον μιμούμενος Ἰνδὸν Ὀρόντην Nonn.D.23.59, 47.224
de anim. θῆρας αὐτοφόνους σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσι δαμέντας Opp.C.2.480, cf. H.2.322, ὁ δ' ἐν κλείθροισιν ἀφύκτοις ληφθεὶς αὐτοφόνον τύμβον ἐπεσπάσατο AP 9.86.6 (Antiphil.).
II adv. -ως de forma asesina, criminalmente ὡς αὐτοφόνως ὤλετο ... δυσμάτορος κότου τυχών A.Supp.65.

Greek Monolingual

αὐτοφόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει τον εαυτό του ή τους συγγενείς του.

Greek Monotonic

αὐτοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που αυτοκτονεί, αυτός που σκοτώνει μόνος του αυτούς που ανήκουν στην οικογένειά του, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοφόνος: убивающий себя или своих (κακά Aesch.; παλάμη Anth.): αὐ. τύμβος Anth. могила самоубийцы.

Middle Liddell

[*φένω
self-murdering, murdering those of one's own family, Aesch.