εὐμεταβλησία

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμεταβλησία Medium diacritics: εὐμεταβλησία Low diacritics: ευμεταβλησία Capitals: ΕΥΜΕΤΑΒΛΗΣΙΑ
Transliteration A: eumetablēsía Transliteration B: eumetablēsia Transliteration C: evmetavlisia Beta Code: eu)metablhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A changeableness, Sch.Th.3.37.

German (Pape)

[Seite 1080] ἡ, Leichtveränderlichkeit, Schol. Thuc. 3, 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμεταβλησία: ἡ, τὸ εὐμετάβολον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 3. 37.

Greek Monolingual

η (Α εὐμεταβλησία) εὐμετάβλητος
η εύκολη μεταβολή, η αστάθεια
νεοελλ.
(μικροβ.) η προσαρμογή τών μικροβίων στις εξωτερικές επιδράσεις, που γίνεται με μεταβολή τών μορφολογικών και βιολογικών γνωρισμάτων τους.