ἀδεισίθεος
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ον,
A impious, λογισμοί Orac. ap. Jul.Ep.88; ἄνδρος Procl.H.3.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδεισίθεος: -ον, ἀσεβής, ὁ θεὸν μὴ φοβούμενος, «ἀθεόφοβος», λογισμοί, Χρησμ. παρ’ Ἰουλ. 297D.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
impío, que no teme a los dioses ἄνδρες Procl.H.3.12, λογισμοί Orác. en Iul.Ep.88.451a.