ἀμνησικακία

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνησικᾰκία Medium diacritics: ἀμνησικακία Low diacritics: αμνησικακία Capitals: ΑΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ
Transliteration A: amnēsikakía Transliteration B: amnēsikakia Transliteration C: amnisikakia Beta Code: a)mnhsikaki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A forgivingness, LXX3 Ma.3.21.

German (Pape)

[Seite 126] ἡ, das Vergessen erlittenen Unrechts, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνησικᾰκία: ἡ, συγχώρησις, Ἑβδ. (Μακκ. Γϳ, γϳ, 21), Κλήμ. Ἀλ. 474: «ἀμνησικακία, τὸ μὴ μιμνήσκεσθαι» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
perdón, olvido de las ofensas LXX 3Ma.3.21, Clem.Al.Strom.2.18.87, Hsch.

Greek Monolingual

η (Α ἀμνησικακία) ἀμνησίκακος
το να είσαι αμνησίκακος, η έλλειψη μνησικακίας, ανεξικακία, μακροθυμία.