ἀνατμίζομαι
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
Pass.,
A evaporate, Democr. ap. Ath.Epit.lib.ii89(vol.i p.281 Schw.).
German (Pape)
[Seite 211] verdunsten, Democr. b. Ath. II, 87.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατμίζομαι: παθ., ἐξατμίζομαι, Δημόκριτ. παρ’ Ἀθην. (;) 87D.
Greek Monolingual
ἀνατμίζομαι (Α)
εξατμίζομαι (για το χιόνι).
Russian (Dvoretsky)
ἀνατμίζομαι: испаряться, улетучиваться Democr.