ἀπερυγγάνω

From LSJ
Revision as of 09:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερυγγάνω Medium diacritics: ἀπερυγγάνω Low diacritics: απερυγγάνω Capitals: ΑΠΕΡΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: aperyngánō Transliteration B: aperynganō Transliteration C: aperyggano Beta Code: a)perugga/nw

English (LSJ)

aor. ἀπήρῠγον,

   A belch forth, disgorge, τὴν κραιπάλην Alciphr.3.32, cf. Nic.Th.253: metaph., vent, D.L.5.77, Ph.1.639.    II abs., eructate, Arist.Pr.962a8.

German (Pape)

[Seite 288] ausspeien, Alciphr. 3, 32 κραιπάλην; vgl. D. Sic. 5, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερυγγάνω: ἀόρ. ἀπήρῠγον, ἐξερεύγομαι, ἐξεμῶ, τὴν κραιπάλην Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 517· οὕτω Νικ. Θ. 253, Διόγ. Λ. 5. 77, Φίλων 1. 639· ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλω χύνομαι, Νικήτ. Ἀκομ. Ἅλωσ. Πόλεως σ. 410C. II. ἀπολ., ἐρεύγομαι, Ἀριστ. Πρβλ. 33. 5.

Spanish (DGE)

1 vomitar, devolver τὴν κραιπάλην Alciphr.2.30, χολόεντας ἀ. νηδύος ὄγκους Nic.Th.253.
2 eructar Hp.Morb.2.69, Arist.Pr.962a8.
3 fig. desahogar, volcar τὸν ἰὸν ... εἰς τὸν χαλκόν D.L.5.77, τὸ σῶμα ... τὸν πολὺν οἶστρον ἀπερυγόντα λωφήσῃ Ph.1.639.

Greek Monolingual

ἀπερυγγάνω (Α) ερυγγάνω
1. ξερνώ, βγάζω
2. ρεύομαι
3. (για ποταμό) εκβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερυγγάνω: (aor. 2 ἀπήρυγον) извергать с рвотой, изрыгать Men., Diog. L.