ἀπαραλλαξία

From LSJ
Revision as of 17:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαραλλαξία Medium diacritics: ἀπαραλλαξία Low diacritics: απαραλλαξία Capitals: ΑΠΑΡΑΛΛΑΞΙΑ
Transliteration A: aparallaxía Transliteration B: aparallaxia Transliteration C: aparallaksia Beta Code: a)parallaci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A indistinguishability, Stoic.2.34 (pl.), cf. Phld. Sign.6,37; ὁμοιότης κατ' -ίαν S.E.M.7.108.    II unshakable determination, Stoic.3.73.

German (Pape)

[Seite 279] ἡ, das Nichtverschieden-, vollkommen gleich sein, Plut. adv. Stoic. 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραλλαξία: ἡ, τὸ ἀμετάβλητον, Πλούτ. 2. 1077C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 108.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
immutabilité.
Étymologie: ἀπαράλλακτος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
indistinción, semejanza absoluta πάντα πράγματα συγχέουσι ταῖς ἀ. Chrysipp.Stoic.2.34, τοῦ σημείου Phld.Sign.9.11, cf. 6.9, 37.27, ὁμοιότης κατ' ἀπαραλλαξίαν S.E.M.7.108
entre los crist. en rel. c. las personas de la Trinidad, Acac.Caesar.Fr.Marcell. en Epiph.Const.Haer.72.10 (p.264.32), Thdr.Mops.Io 9.3.

Greek Monolingual

ἀπαραλλαξία, η (Α)
η ιδιότητα του αμετάβλητου, του αναλλοίωτου.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαραλλαξία: ἡ отсутствие различия, полное сходство Plut., Sext.