ἀσπαλιεύομαι

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπᾰλιεύομαι Medium diacritics: ἀσπαλιεύομαι Low diacritics: ασπαλιεύομαι Capitals: ΑΣΠΑΛΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: aspalieúomai Transliteration B: aspalieuomai Transliteration C: aspalieyomai Beta Code: a)spalieu/omai

English (LSJ)

   A angle, Suid.:—Act., fut. -εύσω, metaph. of a lover, Aristaen.1.17; ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι, AB183, may be f.l. for ἀσπαλιεῦσαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπᾰλιεύομαι: ἀποθ. ἁλιεύω, ψαρεύω, Σουΐδ. ― Παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ οὐσιαστ. ἀσπαλία θὰ περίμενέ τις τύπος ἀσπαλιεία, ἡ, ἡ ἁλιεία. Ὁ Ἀρισταίν. 1. 17 ἔχει μέλλ. ἐνεργ. -ιεύσω: καὶ πιθαν. τὸ «ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι» ἐν Α. Β. 183, 14, ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀσπαλιεῦσαι. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὄνομα ἄσπαλος, ἰχθύς, «ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας Ἀθαμᾶνες».

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. fut. -εύσω Aristaenet.1.17]
pescar c. caña o sedal, Sud.
fig. de un enamorado, Aristaenet.l.c.

Greek Monolingual

ἀσπαλιεύομαι (Α) ασπαλιεύς
1. ψαρεύω
2. (για εραστή) πιάνω στο αγκίστρι μου, σαγηνεύω.