ἄπηρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unmaimed, Hdt.1.32, AP7.110 (D.L.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 290] (πήρα), ohne Tasche, Suid. = ἀπηρής, Her. 1, 32 Diog. L. 5, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπηρος: -ον, = ἀπηρής, Ἡρόδ. 1. 32, Διογ. Λ. 5. 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non estropié, valide.
Étymologie: ἀ, πηρός.
Spanish (DGE)
-ον
no mutilado de pers., Hdt.1.32, AP 7.110 (D.L.), Sud.s.u. ἄπηρα.
Greek Monolingual
ἄπηρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ακρωτηριαστεί, αρτιμελής.
Greek Monotonic
ἄπηρος: -ον, αρτιμελής, αυτός που δεν έχει κάποια αναπηρία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπηρος: не имеющий увечий, без телесных недостатков Her., Diog. L.
Middle Liddell
unmaimed, Hdt.