ἐγκατατάσσω

From LSJ
Revision as of 12:06, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατατάσσω Medium diacritics: ἐγκατατάσσω Low diacritics: εγκατατάσσω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: enkatatássō Transliteration B: enkatatassō Transliteration C: egkatatasso Beta Code: e)gkatata/ssw

English (LSJ)

Att. ἐγκατατάττω,

   A arrange or place in, Longin.10.7, Marcellin.Puls.474:—Pass., Onos.10.3; ῥυθμοὶ - τεταγμένοι ἀδήλως rhythms introduced unobtrusively, D.H.Comp.25 (cf. ἐγκαταχωρίζω).

German (Pape)

[Seite 706] att. -τάττω, darin, darunter ordnen, einsetzen, Clem. Al. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατατάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, κατατάσσω ἢ τοποθετῶ εἰς, Λογγῖνος 10. 7, κτλ. ΙΙ. ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω, κυρῶ, Κλήμ. Ἀλ. 227.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 incluir en, intercalar, insertar c. dat. loc. o constr. prep., gener. ref. escritos οὐδὲν φλοιῶδες ἢ ἄσεμνον ἢ σχολικὸν ἐγκατατάττοντες διὰ μέσου Longin.10.7, ἃ δίκαιον ἐγκατατάξαι τῇ γραφῇ Marcellin.Puls.474, ἐν τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτάς Pamph.Mon.Solut.11.69, en v. pas. ῥυθμοὶ ... ἐγκατατεταγμένοι ἀδήλως en la prosa, D.H.Comp.25.9, ἡ γοῦν Ἰούδα προδοσία ... ἐγκατατέτακται τοῖς εὐαγγελίοις Origenes Io.1.11, cf. Clem.Al.Strom.6.13.107, τῇ (ἀληθείᾳ) οἷον ἐγκατατεταγμένῃ τῷ μικτῷ Dam.in Phlb.253.
2 admitir, sancionar en v. pas. ὁ γάμος Clem.Al.Paed.2.10.95.
3 poner a cargo de c. dat. χειροτονεῖ ἐπίσκοπον, ἐγκατατάξας κωμυδρίῳ Pall.V.Chrys.7.13
destinar, relegar en v. pas. ἵππος σταδιοδορομεῖν οὐκέτι δυνάμενος μυλῶνι Pall.V.Chrys.12.46.
4 en v. med. ponerse en su sitio, colocarse en formación οἱ μὲν ἀσυνήθεις ... ἐγκατατάσσονται πολὺν ἀναλίσκοντες χρόνον los que no están acostumbrados pierden mucho tiempo hasta que se colocan en formación Onas.10.3.