ἐνάρμοστος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάρμοστος Medium diacritics: ἐνάρμοστος Low diacritics: ενάρμοστος Capitals: ΕΝΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: enármostos Transliteration B: enarmostos Transliteration C: enarmostos Beta Code: e)na/rmostos

English (LSJ)

ον,

   A harmonious, συμφωνίας LXX 4 Ma.14.3; concordant, πρὸς ἄλλα Iamb. Myst.3.18.

German (Pape)

[Seite 830] angepaßt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάρμοστος: -ον, (ἐναρμόζω) ἁρμόζων, ἀμφίβολον ἐν Ἰωσήπ. Μακκ. 14. 3.

Spanish (DGE)

-ον
1 armonioso συμφωνία LXX 4Ma.14.3 (var.).
2 concordante c. giro prep. (ταῦτα) πρὸς ἄλλα ἐνάρμοστα Iambl.Myst.3.18 (var.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνάρμοστος, -ον)
αυτός που συμφωνεί, που προσαρμόζεται σε κάτι
αρχ.
αρμονικός, εύρυθμος («ἐναρμόστου συμφωνίας», ΠΔ Μακκ.).