ἐπιτατικός

From LSJ
Revision as of 20:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτᾰτικός Medium diacritics: ἐπιτατικός Low diacritics: επιτατικός Capitals: ΕΠΙΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitatikós Transliteration B: epitatikos Transliteration C: epitatikos Beta Code: e)pitatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἐπιτείνω)

   A intensive, τὸ δα- ἐ. Sch.Theoc.2.14 ; of μᾶλλον, A.D.Conj.223.4. Adv. -κῶς Sch.S.OC632 : Comp. -ώτερον Vett.Val.117.36.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, anspannend, vermehrend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτᾰτικός: -ή, -όν, (ἐπιτείνω) ὁ σημαίνων ἐπίτασιν, ἀντίθετον τῷ ἀνεκτικός, «ἢ τὸ δα ἐπιτατικὸν» (ἐν τῇ λ. δασπλῆτι) Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 632, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτατικός, -ή, -ό)
επίταση
αυτός που αυξάνει την τάση, που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην επίταση
2. γραμμ. (για λέξεις, μόρια κ.λπ.) αυτός που επαυξάνει τη σημασία ενός όρου της πρότασης.
επίρρ...
επιτατικώς και -ά
με επίταση, με επαύξηση της επίτασης.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτᾰτικός: грам. усилительный (о приставках ἀ-, ζα-).