επίταση
Greek Monolingual
η (AM ἐπίτασις) επιτείνω
ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση της οικονομικής δυσπραγίας»)
μσν.- νεοελλ.
επιδείνωση
μσν.
έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή
αρχ.
1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.)
2. (για πολεμική μηχανή) βολή, ρίψη
3. (για ύφος στον λόγο) α) μετάβαση σε υψηλότερους τόνους
β) επισώρευση, αύξηση λόγου, υπερβολή
γ) έμφαση, τονισμός
4. γραμμ. φρ. «ἐπιρρήματα ἐπιτάσεως» (Διον. Θρ.)
τα επιρρήματα που επιτείνουν μια έννοια, όπως π.χ. τα λίαν, σφόδρα κ.λπ.
5. γραμμ. η ενίσχυση της έννοιας ενός όρου της πρότασης με ειδικές λέξεις ή μόρια, όπως π.χ. το και
6. το δεύτερο και κύριο μέρος του δράματος, όπου η πλοκή γίνεται πιο πυκνή, εντείνεται η σύγκρουση προσώπων, ιδεών ή καταστάσεων και επιτείνεται η δέση
7. ύπαρξη υψηλού, ισχυρού τόνου
8. τραχύτητα, σφοδρότητα, βιαιότητα
9. επέκταση.