ἰχθυουλκός
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ὁ, (ἕλκω)
A angler, Phot., Suid.:—written ἰχθῠο-ολκός in Hsch.
German (Pape)
[Seite 1276] = ἰχθυολκός, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυουλκός: ὁ, (ἕλκω) ἁλιεύς, ψαρᾶς, Φώτ., Σουΐδ.· παρ’ Ἡσυχ. καὶ Θεοδωρήτ. ἐν Ἐπιστ. 76 φέρεται: ἰχθυολκός.
Greek Monolingual
ἰχθυουλκός και ἰχθυολκός, ὁ (Α)
ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -ουλκός (< ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυ-ουλκός, ζυγ-ουλκός].