δρυφακτόω
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
A fence, fortify, Plb.8.4.4.
German (Pape)
[Seite 670] einzäunen, Pol. 8, 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δρυφακτόω: περιφράττω, περικλείω, Πολύβ. 8. 6, 4.
Spanish (DGE)
dotar de barandilla o parapeto ταύτης (ἀποβάσεως) ἑκατέραν τὴν πλευρὰν δρυφακτώσαντες habiendo puesto un parapeto a ambos lados de la escala de abordaje Plb.8.4.4.
Russian (Dvoretsky)
δρῠφακτόω: снабжать перегородкой или перилами (ἑκατέραν τὴν πλευράν Polyb.).