παραπόμπιμος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
ον,
A attending, escorting, epith. of Hermes, Sch.E.Med.759.
German (Pape)
[Seite 495] begleitend, so heißt Hermes bei Schol. Eur. Med. 759.
Greek (Liddell-Scott)
παραπόμπιμος: -ον, παραπέμπων, συνοδεύων, ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 759.
Greek Monolingual
-ον Α παραπομπός
(ως επίθ. του Ερμού) αυτός που συνοδεύει κάποιον.