Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τελειωτικός

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελειωτικός Medium diacritics: τελειωτικός Low diacritics: τελειωτικός Capitals: ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: teleiōtikós Transliteration B: teleiōtikos Transliteration C: teleiotikos Beta Code: teleiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A perfective, effective, Procl.Inst.78. Adv. -κῶς Id.in Alc.p.52 C.

German (Pape)

[Seite 1085] vollendend, beendigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελειωτικός: -ή, -όν, ὁ τελειοποιῶν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ τελειοποιῇ, ἡ τελειωτικὴ ἀγάπη Κλήμ. Ἀλεξ. 800· ἀλλά, σοφία τελεωτικὴ αὐτόθι 448.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τελειωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, -ή, όν, Α [[τελειῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση»)
2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα»)
μσν.-αρχ.
αυτός που οδηγεί στην τελείωσησοφία τελειωτική», Κλήμ. Αλ.).
επίρρ...
τελειωτικώς / τελειωτικῶς ΝΑ, και τελειωτικά Ν
νεοελλ.
οριστικά, αμετάκλητα
αρχ.
κατά τρόπο που οδηγεί στην τελείωση.