στεριφότης
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A stoutness, solidity, Sch.Il.11.256.
Greek (Liddell-Scott)
στερῐφότης: -ητος, ἡ, σκληρότης, τραχύτης, τὸ στερεόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 256.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α στέριφος (Ι)]
σκληρότητα, τραχύτητα.