ἰχθύα

From LSJ
Revision as of 16:49, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθύα Medium diacritics: ἰχθύα Low diacritics: ιχθύα Capitals: ΙΧΘΥΑ
Transliteration A: ichthýa Transliteration B: ichthya Transliteration C: ichthya Beta Code: i)xqu/a

English (LSJ)

[ῠ], Ion. ἰχθύη, ἡ, (ἰχθῦς)

   A dried skin of the fish ῥίνη, like our shagreen, Hp.Foet.Exsect.1, Archig. ap. Gal.12.406; of fish-skin in general, Ruf. ap. Orib.4.2.16.    II pot, perh. for pickled fish, CIG 8345c (Nola, vase).    III fishing, fishery, BGU1123.9 (i A.D.), PSI3.160.8 (ii A.D.).    IV ταριχηρὰ ἰ. pickled fish, PLond.3.856.20 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1275] ἡ, ion. ἰχθύη, die getrocknete Haut des Fisches ῥίνη, die man zu Raspeln brauchte, Hippocr., Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθύα: Ἰων. -ύη, ἡ, (ἰχθὺς) τὸ ἀπεξηραμμένον δέρμα τοῦ ἰχθύος, ῥίνη, χρησιμεῦον ὅπως δι’ αὐτοῦ ξέωσι τὰς ἐπιφανείας πραγμάτων, Ἱππ. 914D, «ἰχθύην, ῥίνης θαλαττίης δέρμα ξηρόν. Δύναται δὲ καὶ τὸν σιδηροῦν ὄνυχα δηλοῦν, ᾧσπερ εἰς τὰς ἐμβρυουλκίας καὶ τὰς ἐμβρυοτομίας χρώμεθα, διὰ τὴν πρὸς τὰς λεπίδας τῶν ἰχθύων ὁμοιότητα» Γαληνοῦ Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. 488. ΙΙ. πιθ. εἶδος ἀγγείου ἢ δοχείου ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔθετον παστοὺς ἰχθῦς, Συλλ. Ἐπιγρ. 8346c.

Greek Monolingual

ἰχθύα και ιων. τ. ἰχθύη, ἡ (Α) ιχθύς
1. το αποξηραμένο δέρμα του ψαριού ρίνη, που χρησιμοποιούσαν για τη λείανση μαρμάρων, ξύλων κ.ά. αντικειμένων
2. το δέρμα κάθε ψαριού
3. επιγρ. δοχείο στο οποίο έβαζαν παστά ψάρια
4. πάπ. ιχθυοτροφείο.