κακκανῆν

From LSJ
Revision as of 06:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακκανῆν Medium diacritics: κακκανῆν Low diacritics: κακκανήν Capitals: ΚΑΚΚΑΝΗΝ
Transliteration A: kakkanē̂n Transliteration B: kakkanēn Transliteration C: kakkanin Beta Code: kakkanh=n

English (LSJ)

Lacon. inf., perh.

   A stir up, incite, νέων ψυχάς dub. in Leonidas ap.Plu.Cleom.2, cf. 2.235f (κακάνειν codd.), 959b (κακύνειν codd.).

French (Bailly abrégé)

v. κατακαίνω.

Greek Monolingual

κακκανῆν (Α)
(δωρ. τ. απρμφ.) πιθ. εξάπτω, διεγείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκονῆν (με αφομοίωση του τ σε κ) < κατ-ακονῆν με αποκοπή, απρμφ. του ρ. κατ-ακονάω (< κατά + ἀκονάω < ἀκόνη.

Russian (Dvoretsky)

κακκανῆν: (= κατακανεῖν) дор. Plut. inf. к κατακαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακκανῆν, Lac. inf., in rep en roer brengen ( bet. onzeker).