μονολέων

From LSJ
Revision as of 17:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονολέων Medium diacritics: μονολέων Low diacritics: μονολέων Capitals: ΜΟΝΟΛΕΩΝ
Transliteration A: monoléōn Transliteration B: monoleōn Transliteration C: monoleon Beta Code: monole/wn

English (LSJ)

Ion. μουνο-, οντος, ὁ,

   A solitary, i. e. singularly fierce, lion, AP6.221 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 203] οντος, ὁ, u. p. μουνολέων, Leonid. Al. 12 (VI, 221), der einzelne od. der ungewöhnlich große Löwe, der einzig in seiner Art ist.

Greek (Liddell-Scott)

μονολέων: Ἰων. μουν-, οντος, ὁ, μόνος, μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του λέων, δηλ. κατ’ ἐξοχὴν μέγας, πελώριος λέων, Ἀνθ. Π. 6. 221· πρβλ. μονόλυκος.

Greek Monolingual

μονολέων, ιων. τ. μουνολέων, -οντος, ὁ (Α)
πολύ μεγάλο, μοναδικό στο είδος του λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λέων.

Greek Monotonic

μονολέων: Ιων. μουνο-, μοναδικό τεράστιο λιοντάρι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μονολέων: ион. μουνολέων, οντος ὁ единственный в своем роде, т. е. небывалый, огромный лев Anth.

Middle Liddell

a singularly huge lion, Anth.