συνερανισμός

From LSJ
Revision as of 13:43, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερᾰνισμός Medium diacritics: συνερανισμός Low diacritics: συνερανισμός Capitals: ΣΥΝΕΡΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: syneranismós Transliteration B: syneranismos Transliteration C: syneranismos Beta Code: suneranismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A gathering in, collecting, Plu.2.992a.

Greek (Liddell-Scott)

συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.

Russian (Dvoretsky)

συνερᾰνισμός: ὁ собирание, сбор Plut.