χαυνότης
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A porousness, sponginess, τῆς γῆς interpol. in X.Oec.19.11; τάφρου Plu.Pyrrh.28; of snow, Id.2.649c; of foam, ib.99b. 2 looseness of a bandage, Gal(?). ap.Orib.46.1.15. II metaph., empty conceit, vanity, ἀνοήτου ψυχῆς Pl.Tht.175b; opp. μεγαλοψυχία, Arist.EN1107b23.
German (Pape)
[Seite 1341] ητος, ἡ, Schlaffheit, lockeres, loses Wesen; von der Erde Xen. oec. 19, 11; – übertr., Nachlässigkeit, Liederlichkeit, auch Thorheit, Stolz, Aufgeblasenheit; οὐ δυνάμενον χαυνότητα ἀνοήτου ψυχῆς ἀπαλλάττειν Plat. Theaet. 175 b; Arist. eth. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
χαυνότης: -ητος, ἡ, τὸ πορῶδες, τὸ σπογγῶδες, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11· τάφρου Πλουτ. Πύρρ. 28· ἐπὶ χιόνος, ὁ αὐτ. 2. 649C· ἐπὶ ἀφροῦ, αὐτόθι 99Β. ΙΙ. μεταφορ., κενὴ ἀλαζονεία, ματαιοφροσύνη, ἀνοήτου ψυχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 175Β· ἀντίθετον τῷ μεγαλοψυχία, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 défaut de consistance;
2 fig. vanité, vain orgueil.
Étymologie: χαῦνος.
Greek Monotonic
χαυνότης: -ητος, ἡ,
I. πορώδες, σπογγώδες, σε Ξεν., Πλούτ.
II. μεταφ., κενή αλαζονεία, σε Πλάτ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
χαυνότης: ητος ἡ
1) рыхлость (τῆς γῆς Xen.; τῆς χιόνος, τοῦ τάφρου Plut.);
2) надменность, кичливость, тщеславие (ἀνοήτου ψυχῆς Plat.; τοῦ Ἀλκιβιάδου Plut.).
Middle Liddell
χαυνότης, ητος, ἡ, [from χαῦνος [from χαυνόω
I. porousness, sponginess, Xen., Plut.
II. metaph. empty vanity, Plat., Arist.