ψηφίον
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
τό, Dim. of ψῆφος,
A small pebble, gravel, Aq.Am.9.9; pellet, μέλιτος Orib.Fr.35 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1397] τό, dim. von ψῆφος, 1) kleines Steinchen. – 2) der Ort, wo berathschlagt, abgestimmt wird, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφίον: τό, ὑποκορ. τοῦ ψῆφος, μικρὰ ψῆφος, «λιθαράκι», Ἰλ. Φ. 260, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 3. 2. 2) λιθάριον δι’ οὗ ἠρίθμουν, Ἀνθ. Π. 11.365. 3) λιθάριον ἐν ψηφοθετήματι, Νικηφ. Κωνστ. 86. 2. ΙΙΙ. πολύτιμος λίθος δεδεμένος εἰς δακτύλιον, Λόγγος 4. 17.