ἀντιβολία

Revision as of 16:11, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ,

   A an entreaty, prayer, Eup.317, Th.7.75.

German (Pape)

[Seite 250] ἡ, dasselbe, Eupol. Eust. 1406, 27; Thuc. 7, 75 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβολία: ἡ, δέησις, ἱκεσία, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 16, Θουκ. 7. 75.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prière, supplication.
Étymologie: ἀντιβολέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
súplica πρὸς γὰρ ἀντιβολίαν ... τραπόμενοι Th.7.75, cf. D.C.59.19.5
petición, regateo κατ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ' ἀπετεισάμην Eup.317.

Greek Monolingual

ἀντιβολία, η (Α) αντιβολώ. δέηση, ικεσία.

Greek Monotonic

ἀντιβολία: ἡ (ἀντιβολέω), ικεσία, προσευχή, παράκληση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιβολία: ἡ Thuc. = ἀντιβόλησις.

Middle Liddell

[from ἀντιβολέω
entreaty, prayer, Thuc.