ἐκχωρίζω
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
A cut off, separate, PRyl.378.11 (ii A.D., Pass.). II Pass., to be voided, of excrements, Arist.HA551a7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχωρίζω: ἀποχωρῶ, περιττώματα ἐκκεχωρισμένα, ἀποκεχωρημένα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19.
Spanish (DGE)
1 evacuar en v. pas., excrementos, Arist.HA 551a7.
2 separar, quitar τὰ σκεύη, ἃ ἐξεχώρισεν Κῦρος ἀπὸ Βαβυλῶνος LXX 1Es.4.57, cf. 44.
3 dejar, ceder tierras, en v. pas. PRyl.378.11 (II d.C.).
Greek Monolingual
ἐκχωρίζω (AM)
μσν.
1. χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τους άλλους, ξεκόβω
2. διαφωνώ και έρχομαι σε φιλονικία
αρχ.
(για περιττώματα) αποχωρώ, εκκενώνομαι.