ὑπόρθριος

From LSJ
Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόρθριος Medium diacritics: ὑπόρθριος Low diacritics: υπόρθριος Capitals: ΥΠΟΡΘΡΙΟΣ
Transliteration A: hypórthrios Transliteration B: hyporthrios Transliteration C: yporthrios Beta Code: u(po/rqrios

English (LSJ)

α, ον,

   A towards morning, early, φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Anacreont.9.9.

German (Pape)

[Seite 1230] gegen Morgen, morgendlich, bei Anacr. 9, 9 ὑπόρθριαι φωναί, 3 Endgn.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόρθριος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸν ὄρθρον, πρωϊνός, ὑπ. φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Ἀνακρεόντ. 9. 9.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
(ποιητ. τ.) πρωινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὄρθριος «πρωινός» (< ὄρθρος)].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόρθριος: предрассветный, ранний, утренний (χελιδόνος φωναί Anacr.).